- εξομολογάω
- εξομολογάω / εξομολογώ (παρατατ. -ούσα), εξομολόγησα βλ. πίν. 58——————Σημειώσεις:εξομολογώ, εξομολογάω, εξομολογούμαι, εξομολογιέμαι : η κλίση σε -άω, -ιέμαι κυρίως στον απλό προφορικό λόγο (βλέπε και ξομολογάω).Η κλίση κατά το θεωρώ συνηθίζεται περισσότερο.Το ρ. παρουσιάζει σημασιολογική διαφοροποίηση από την ενεργητική στην παθητική φωνή : εξομολογώ → (για ιερέα κυρίως) ακούω την εξομολόγηση κάποιου, εξομολογούμαι → κάνω εξομολόγηση σε κάποιον, του εκμυστηρεύομαι κάτι.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.